πυκνοστικτος

πυκνοστικτος
    πυκνόστικτος
    πυκνό-στικτος
    2
    покрытый частыми крапинками
    

(ἔλαφοι Soph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πυκνοστικτος" в других словарях:

  • πυκνόστικτος — ον, Α αυτός που έχει πυκνά στίγματα («πυκνόστικτοι ἔλαφοι», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + στικτός (< στίζω «στιγματίζω»), πρβλ. ποικιλό στικτος] …   Dictionary of Greek

  • πυκνοστίκτων — πυκνόστικτος thick spotted masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»